μασχαλίς

μασχαλίς
μασχαλ-ίς, ίδος, ,
A = μασχάλη 11, Thphr.HP3.7.5, Ctes.Fr.57.28 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μασχαλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίς — η (Α μασχαλίς, ίδος) [μασχάλη] νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμα αρχ. 1. μασχάλη φυτού, το… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλίδας — μασχαλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίδος — μασχαλίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”